Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
𐀚𐀺
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μυκηναϊκή διάλεκτος
(gmy)
επεξεργασία
ne
wo
Ετυμολογία
επεξεργασία
𐀚𐀺 < (
κληρονομημένο
)
πρωτοελληνική
*néwos
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*néwos
Επίθετο
επεξεργασία
𐀚𐀺
(
ne-wo
) /néwos/
νέος