ⲁⲗⲉⲕⲧⲱⲣ
Κοπτικά (cop)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ⲁⲗⲉⲕⲧⲱⲣ < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαⲁⲗⲉⲕⲧⲱⲣ
- (ζώο, μποχαϊρικά) κόκορας
Πηγές
επεξεργασία- Coptic Dictionary Online, ed. by the Koptische/Coptic Electronic Language and Literature International Alliance (KELLIA) [1]