ῥωμανίζω
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥωμανίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαῥωμανίζω (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην ποντιακή και κυπριακή διάλεκτο[1])
- (για πόρτα) κλειδώνω, αμπαρώνω
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 308 (306-308) @georgakas.lit.auth.gr
- ἐκεῖνοι καβαλάριοι διαβαίνουσιν τὴν πόλιν
καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν τὸ ὀψίκιν
καὶ λόγου μου νὰ λέγουσιν «ρωμάνισε τὴν πόρταν»,- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- ἐκεῖνοι καβαλάριοι διαβαίνουσιν τὴν πόλιν
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 308 (306-308) @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ρωμανίζω @polignosi, ρουμανίζω @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη
Πηγές
επεξεργασία- ρουμανίζω σελ.6431 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ῥωμανίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)