Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥοδάκινον < ελληνιστική δωράκινον/δοράκινον[1] < λατινική duracinum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥοδάκινον ουδέτερο

  1. ο καρπός της ροδακινιάς
    Καὶ τῶν ὀπωρῶν τὴν πάνυ γλυκεῖαν καὶ πέπειρον συμβουλεύω προσφέρεσθαι περὶ ὥραν δευτέραν ἢ τρίτην, μάλιστα τῶν περσικῶν ἢ ῥοδακίνων καὶ σταφυλῆς τῆς σκληρᾶς καὶ ἀστύφους ἐχούσης τὰς ῥωγὰς καὶ δαμασκηνῶν καὶ μήλων τῶν γλυκέων καὶ κιτρίων καθαρθέντων καὶ λελεπισμένων καλῶς ποιεῖν. (Αλέξανδρος Τραλλειανός, Θεραπευτικά, 7, 1)
  2. νεκταρίνι

Υποσημειώσεις

επεξεργασία
  1. Νίκος Σαραντάκος, Το φρούτο από την Περσία