Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥάζω < πιθανόν ἀράζω και ηχομιμητικό ή συγγενές ῥάσσω, ἀράσσω (ἀρακόττω), ἄραβος, ἀραβέω

ῥάζω ( & αττικός τύποςῥύζέω - ῥύζῶ & ἀράζω)

  1. γρυλίζω για σκυλιά και μεταφορικά για ανθρώπους, βγάζω περίεργους ήχους
  2. γρινιάζω