Ετυμολογία

επεξεργασία
ὑπερφιλέω < ὑπέρ και φιλέω -φιλῶ

ὑπερφιλέω

  • ὥστε ὁ Σάκας ὑπερεφίλει ἤδη καὶ οἱ ἄλλοι πάντες. (ο <οινοχόος και συνοδός> Σάκας τον υπεραγαπούσε όπως και όλοι) (Ξενοφών)