Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄπτω < αρχαία ελληνική ὄψ (μάτι, πρόσωπο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ekʷ- (βλέπω)

  Ρήμα επεξεργασία

ὄπτω

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία