Ετυμολογία

επεξεργασία
ὄνων ὑβριστότερος < → δείτε τις λέξεις ὄνων, ὄνος, ὑβριστότερος και ὕβριστος

  Έκφραση

επεξεργασία

ὄνων ὑβριστότερος

  • (για ανθρώπινη συμπεριφορά) πολύ απρεπής, βάναυσος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.3
    ὁμολογῶ καὶ τῶν ὄνων ὑβριστότερος εἶναι, οἷς φασιν ὑπὸ τῆς ὕβρεως κόπον οὐκ ἐγγίγνεσθαι.
    τότε παραδέχομαι πως είμαι πιο βάναυσος κι από τα γαϊδούρια. Γιατί λένε πως αυτά δεν κουράζονται να συμπεριφέρονται βάναυσα.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr