ὄνων ὑβριστότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὄνων ὑβριστότερος < → δείτε τις λέξεις ὄνων, ὄνος, ὑβριστότερος και ὕβριστος
Έκφραση
επεξεργασίαὄνων ὑβριστότερος
- (για ανθρώπινη συμπεριφορά) πολύ απρεπής, βάναυσος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.3
- ὁμολογῶ καὶ τῶν ὄνων ὑβριστότερος εἶναι, οἷς φασιν ὑπὸ τῆς ὕβρεως κόπον οὐκ ἐγγίγνεσθαι.
- τότε παραδέχομαι πως είμαι πιο βάναυσος κι από τα γαϊδούρια. Γιατί λένε πως αυτά δεν κουράζονται να συμπεριφέρονται βάναυσα.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὁμολογῶ καὶ τῶν ὄνων ὑβριστότερος εἶναι, οἷς φασιν ὑπὸ τῆς ὕβρεως κόπον οὐκ ἐγγίγνεσθαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 8.3
Πηγές
επεξεργασία- ὄνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.