Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀψικάτωρ < ὀψίκι(ο)ν + -άτωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀψικάτωρ, -ορος αρσενικό

  • (αξίωμα) ακόλουθος αξιωματούχου
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 112 (110-112) @georgakas.lit.auth.gr
    καὶ τί με παρωδήγησας τὴν ἀπορφανισμένην
    μὲ τὰ συχνογυρίσματα καὶ μὲ τὰς κομπωσίας,
    καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν ὀψίκιν;»
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 307 (306-308) @georgakas.lit.auth.gr
    ἐκεῖνοι καβαλάριοι διαβαίνουσιν τὴν πόλιν
    καὶ μὲ τοὺς ὀψικάτορας καὶ τὸ πολὺν τὸ ὀψίκιν
    καὶ λόγου μου νὰ λέγουσιν «ρωμάνισε τὴν πόρταν»,
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία