ὀρχομενίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀρχομενίζω < αρχαία ελληνική Ὀρχομεν(ός) + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαὀρχομενίζω
- (ελληνιστική κοινή) υποστηρίζω τους κατοίκους του Ορχομενού
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀρχομενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.