ὀξυγονῶ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαὀξυγονῶ
- (καθαρεύουσα) οξειδώνω, ενώνομαι με οξυγόνο (για μέταλλα)
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .