Ἰάσωνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἸάσωνα
- (ελληνιστική κοινή) αιτιατική ενικού του Ἰάσων
- ※ Ὁ δὲ συσταθεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ δοξάσας αὐτὸν τῷ προσώπῳ τῆς ἐξουσίας εἰς ἑαυτὸν κατήντησεν τὴν ἀρχιερωσύνην ὑπερβαλὼν τὸν Ἰάσωνα τάλαντα ἀργυρίου τριακόσια. (Παλαιά Διαθήκη, Μακκαβαίων Βʹ (κατά τη Μετάφραση Οʹ), 4, 24, 1–3. “Septuaginta, vol. 1, 9th edn.”, Ed. Rahlfs, A. Stuttgart: Württembergische Bibelanstalt, 1935, Repr. 1971)