ἴφιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἴφιος, -α, -ον επικός τύπος , (απαντά συχνά στον Όμηρο στη φράση ἴφια μῆλα)
- παχύς, καλοθρεμμένος
- ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα - αρπάζοντας βόδια και παχιά αρνιά (Ιλιάδα Ε 556)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 18 (σ. Ὀδυσσέως καὶ Ἴρου πυγμή.), στίχ. 278
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
- φέρνουν αυτοί δικά τους βόδια, δικά τους πρόβατα παχιά,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτοὶ τοί γ᾽ ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα,
Πηγές
επεξεργασία- ἴφιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴφιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.