Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱερόλαμπρος < ἱερός + λαμπρός (< λάμπω)

  Επίθετο επεξεργασία

ἱερόλαμπρος, -ος, -ον

  • αυτός που έχει ιερή λάμψη