Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσόψυχος < ἴσος + ψυχή

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσόψυχος

ὁ, ἡ ἰσόψυχος, τό ἰσόψυχον