Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσοδίαιτος < ἴσος + δίαιτα

  Επίθετο επεξεργασία

ἰσοδίαιτος

ὁ, ἡ ἰσοδίαιτος, το ἰσοδίαιτον