Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἠλεκτρύων < ἤλεκτρον «κεχριμπάρι» < ἠλέκτωρ «λαμπρός, φωτεινός», άγνωστου ετύμου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἠλεκτρύων αρσενικό