Δείτε επίσης: Ἠπειρώτης, Ηπειρώτης

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἠπειρώτης < Ἤπειρ(ος) + -ώτης.

  Επίθετο

επεξεργασία

ἠπειρώτης αρσενικό, (θηλυκό ἠπειρῶτις, ουδέτερο -ον)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία