ἠπειρώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἠπειρώτης αρσενικό, (θηλυκό ἠπειρῶτις, ουδέτερο -ον)
- που κατοικεί στην ηπειρωτική περιοχή ενός τόπου
- αἱ ἠπειρώτιδες πόλιες (Ηρόδοτος)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἠπειρωτικός
- → δείτε τη λέξη Ἤπειρος
Πηγές
επεξεργασία- ἠπειρώτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠπειρώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.