Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἐφηβικός < ἐφηβικός < ἐπί + ἥβη + -ικός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἐφηβικός αρσενικό