Δείτε επίσης: ενυδρίς

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔνυδρις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔνυδρις, -ιος θηλυκό

  1. νερόφιδο
  2. (θηλαστικό ζώο) βίδρα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 72.1
    Γίνονται δὲ καὶ ἐνύδριες ἐν τῷ ποταμῷ, τὰς ἱρὰς ἥγηνται εἶναι.
    Ζουν επίσης βίδρες στον ποταμό, που οι Αιγύπτιοι θεωρούν ότι είναι ιερές.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία