ενυδρίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενυδρίς < αρχαία ελληνική ἐνυδρίς < ἐν + ὕδωρ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενυδρίς θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενυδρίς
|
Δείτε επίσης : ἐνυδρίς, ἔνυδρις |
ενυδρίς θηλυκό
|