Δείτε επίσης: ένδοθεν

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔνδοθεν < ἔνδον + -θεν

  Επίρρημα επεξεργασία

ἔνδοθεν (τοπικό)

  • από μέσα
    ※  5ος/4ος αιώνας πκε Αριστοφάνης, Νεφέλαι, 403-407
    τί γάρ ἐστιν δῆθ᾽ ὁ κεραυνός; | ΣΩ. ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς μετεωρισθεὶς κατακλεισθῇ, | ἔνδοθεν αὐτὰς ὥσπερ κύστιν φυσᾷ, κἄπειθ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης | ῥήξας αὐτὰς ἔξω φέρεται σοβαρὸς διὰ τὴν πυκνότητα, | ὑπὸ τοῦ ῥοίβδου καὶ τῆς ῥύμης αὐτὸς ἑαυτὸν κατακαίων.
    αλλά ο κεραυνός τελοσπάντων τί πράμα λες να ᾽ναι; | ΣΩΚ. Ξερός άνεμος όταν ανέβει ψηλά και κλειστεί από παντού σε νεφέλη, | από μέσα φυσώντας πολύ δυνατά τη φουσκώνει σα φούσκα, και τότε, απ᾽ την πίεση | τη σπάει, κι όπως είναι πυκνός, ξεπετιέται προς τα έξω με φόρα, | κι απ᾽ την τόση του αντάρα, την τόση του ορμή φωτιά παίρνει και καίγεται ο ίδιος.
    Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία