ένδοθεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ένδοθεν < αρχαία ελληνική ἔνδοθεν
Επίρρημα
επεξεργασίαένδοθεν (τοπικό)
- από μέσα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ένδοθεν
|
Δείτε επίσης : ἔνδοθεν |
ένδοθεν (τοπικό)
|