Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔναυλος < εν- + αυλή / εν- + αυλός

  Επίθετο επεξεργασία

ἔναυλος

  1. σε αυλή, προαυλισμένος
  2. (μεταφορικά) με αυλό, με μουσική, που ηχούν στα αυτιά, συνεπώς εύκολα να τα θυμηθεί κανείς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. στάβλος, μαντρί
  2. καταφύγιο - κατοικία
  3. χείμαρρος

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία