ἔναυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἔναυλος
- σε αυλή, προαυλισμένος
- (μεταφορικά) με αυλό, με μουσική, που ηχούν στα αυτιά, συνεπώς εύκολα να τα θυμηθεί κανείς
Ουσιαστικό επεξεργασία
- στάβλος, μαντρί
- καταφύγιο - κατοικία
- χείμαρρος
Πηγές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ἔναυλος
|