Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρημοφίλης < ἐρημο- + φιλ(έω} + -ης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐρημοφίλης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία