Δείτε επίσης: ερίτιμος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐρίτιμος < ἐρι- (επιτατικό μόριο) + τιμή

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐρίτιμος -ος -ον

  1. πολύτιμος
    οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο (Ιλιάδα Ι 268)