Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπιμαίνομαι < ἐπι- + μαίνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ἐπιμαίνομαι

  1. τρελαίνομαι
  2. επιτίθεμαι με μανία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία