Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπειδή < ἐπεί + δή


  Σύνδεσμος

επεξεργασία
  • εντονότερος τύπος του ἐπεί:
  1. (χρονικός) κατόπιν, έπειτα
  2. (αιτιολογικός) γιατί, διότι