Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐπίκλην < ἐπικαλέω < καλέω/καλῶ

  Επίρρημα επεξεργασία

ἐπίκλην

  1. όπως λέγεται, με την ονομασία/επωνυμία
  2. ονομαστικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἐπίκλην