Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐντάσσω < ἐν + τάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐντάσσω

  1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο
  2. παρατάσσω