Δείτε επίσης: ενάγοντος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

ἐνάγοντος

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του ἐνάγων
  2. (ουδέτερο) γενική ενικού του ἐνάγον

Δείτε επίσης επεξεργασία