Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐκλέκτωρ < θέμα ἐκλεκ- (αρχαία ελληνική ἐκλέγω) + -τωρ → και δείτε τη λέξη εκλέκτορας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐκλέκτωρ, -ορος αρσενικό