Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐκλέκτωρ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐκλέκτωρ
<
θέμα
ἐκλεκ- (
αρχαία ελληνική
ἐκλέγω
) +
-τωρ
→
και
δείτε
τη λέξη
εκλέκτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐκλέκτωρ, -ορος
αρσενικό
(
καθαρεύουσα
) ο
εκλέκτορας