Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμφιθέα < ἀμφι- + -θέα. Συγγενικά: μυκηναϊκή 𐀀𐀠𐀳𐀊 (a-pi-te-ja)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀμφιθέα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία