Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄψ < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἄψ

  1. (για τόπο) (συνήθως με ρήματα κίνησης) προς τα πίσω, πίσω πάλι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 244 (στίχοι 244-245)
    Εὐρύλοχος δ᾽ ἂψ ἦλθε θοὴν ἐπὶ νῆα μέλαιναν, | ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον.
    Στο μεταξύ ο Ευρύλοχος γύρισε πίσω με σπουδή στο μαύρο γρήγορο καράβι, | να πει την είδηση για τους συντρόφους, τι τρομερό κακό τούς βρήκε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 652 (652-653)
    ἐς φάος ἂψ ἀφίκεσθε δυσηλεγέος ὑπὸ δεσμοῦ | ἡμετέρας διὰ βουλὰς ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος.»
    ήρθατε ξανά στο φως απ᾽ τα ανήλεα δεσμά σας, | από το νεφελώδη ζόφο, με τη δική μας θέληση.»
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (για πράξεις) πάλι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 543 (στίχοι 543-544)
    Ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη | ἀργαλέη πολύδακρυς,
    Και πάλι μάχη λυσσερή στον Πάτροκλον επάνω | άναψε πολυδάκρυτη,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία