Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄδυτος < ἀ- στερητικό + δύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄδυτος, -ος, -ον

  1. στον οποίο δεν μπορεί κανείς να εισέλθει
    ἐς ἄδυτον θησαυρόν (Πίνδαρος, 11.4)
  2. (για αστέρες) που δεν δύει

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄδυτος αρσενικό και ἄδυτον ουδέτερο

  1. το εσώτατο μέρος ενός ναού ή ιερού, το άδυτο
    αὐτὸς δ΄ Αἰνείαν μάλα πίονος ἐξ ἀδύτοιο ἧκε (Ιλιάδα Ε 512)
    κι ἐκεῖνος ἔστειλε ἀπὸ τὸ πάμπλουτον ἱερόν του τὸν Αἰνείαν (μετάφραση Ι.Πολυλά)