Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρματηλατέω < λείπει η ετυμολογία

ἁρματηλατέω - ἁρματηλατῶ (συνηρημένο)

  • προχωρώ σ' ένα πολεμικό άρμα, το οδηγώ
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 9.2 Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
    τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν εἶναι λασίους ἅπαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπὶ πέντε δακτύλους τὸ βάθος τῶν τριχῶν, σμικροὺς δὲ καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν, ζευγνυμένους δὲ ὑπ᾽ ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους· ἁρματηλατέειν [δὲ] πρὸς ταῦτα τοὺς ἐπιχωρίους.
    Τ᾽ άλογά τους είναι μαλλιαρά σ᾽ όλο τους το σώμα, με τρίχωμα κάπου πέντε δάχτυλα βαθύ, μικροκαμωμένα κι ασχημομούρικα, κι ανήμπορα να σηκώσουν καβαλάρη, όταν όμως τα ζέψεις σε άμαξα, πετούν· γι᾽ αυτό το λόγο κι οι ντόπιοι κυκλοφορούν με άμαξες.

Παράγωγα

επεξεργασία