ἁρματηλατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἁρματηλατέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἁρματηλατέω - ἁρματηλατῶ (συνηρημένο)
- προχωρώ σ' ένα πολεμικό άρμα, το οδηγώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 9.2 Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
- τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν εἶναι λασίους ἅπαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπὶ πέντε δακτύλους τὸ βάθος τῶν τριχῶν, σμικροὺς δὲ καὶ σιμοὺς καὶ ἀδυνάτους ἄνδρας φέρειν, ζευγνυμένους δὲ ὑπ᾽ ἅρματα εἶναι ὀξυτάτους· ἁρματηλατέειν [δὲ] πρὸς ταῦτα τοὺς ἐπιχωρίους.
- Τ᾽ άλογά τους είναι μαλλιαρά σ᾽ όλο τους το σώμα, με τρίχωμα κάπου πέντε δάχτυλα βαθύ, μικροκαμωμένα κι ασχημομούρικα, κι ανήμπορα να σηκώσουν καβαλάρη, όταν όμως τα ζέψεις σε άμαξα, πετούν· γι᾽ αυτό το λόγο κι οι ντόπιοι κυκλοφορούν με άμαξες.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁρματηλατέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁρματηλατέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.