Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀχαλκέω < ἀ- στερητικό + χαλκοῦς

  Ρήμα επεξεργασία

ἀχαλκέω - ἀχαλκῶ (συνηρημένο)

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία