Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀτομικότης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀτομικότης
<
καθαρεύουσα
ἀτομικ(ός)
+
-ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἀτομικότης
θηλυκό
(
καθαρεύουσα
)
ατομικότητα