ἀσάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀσάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀσάω - ἀσῶ (συνηρημένο)
- (στην παθητική φωνή μόνο ἀσάομαι) (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) αισθάνομαι αηδία, απέχθεια ή ναυτία
Πηγές
επεξεργασία- ἀσάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀσάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.