ἀρτζιβούριν
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρτζιβούριν < αρμενική Առաջավորաց (aṙaǰaworac') (=προηγούμενο διάστημα, τελευταία εβδομάδα πριν την χριστιανική νηστεία των Απόκρεω, κατά την οποία οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία, πράγμα ακατανόητο για τους Βυζαντινούς. Έτσι και εξαιτίας της δύσκολης προφοράς της αρμένικης λέξης προέκυψε η σημασία της λέξης... *)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρτζιβούριν ουδέτερο