Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀριστοποιέω < ἄριστ(ον) (πρόγευμα ή δείπνο) + -ο- + -ποιέω
Δε σχετίζεται με το ἄριστος.

ἀριστοποιέω / ἀριστοποιῶ [ᾱ] συνήθως στη μέση φωνή

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἄριστον