Δείτε επίσης: ανωμοτί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνωμοτί < ἀνώμοτος < ἀν- στερητικό + ὄμνυμι[1]

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀνωμοτί

  • (τροπικό επίρρημα) χωρίς όρκο
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 118.3
    τοὺς δὲ Τευκροὺς τὸν αὐτὸν λόγον λέγειν τότε καὶ μετέπειτα, καὶ ὀμνύντας καὶ ἀνωμοτί, μὴ μὲν ἔχειν Ἑλένην μηδὲ τὰ ἐπικαλεύμενα χρήματα, ἀλλ᾽ εἶναι αὐτὰ πάντα ἐν Αἰγύπτῳ,
    οι Τευκροί όμως, και τότε και αργότερα, και με όρκο και χωρίς όρκο, είπαν το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή την Ελένη δεν την είχαν αυτοί ούτε τους θησαυρούς, αλλά ότι όλα βρίσκονται στην Αίγυπτο
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.