Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀντιλογέω < λείπει η ετυμολογία

ἀντιλογέω - ἀντιλογῶ (συνηρημένο)

  1. αρνούμαι, αμφισβητώ
  2. αντιτίθεμαι, διαφωνώ, αντικρούω

Συγγενικά

επεξεργασία


Συνώνυμα

επεξεργασία