ἀνισο-
(Ανακατεύθυνση από ἀνισ-)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀνισο- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄνισο(ς) < ἴσος. Μορφολογικά αναλύεται σε ἀν- στερητικό + ἰσο-
Πρόθημα επεξεργασία
ἀνισο-, ἀνισό-, & ἀνισ- πριν από φωνήεντα
Σύνθετα επεξεργασία
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἀνισο- στο Βικιλεξικό
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἀνισό- στο Βικιλεξικό
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἀνισ- στο Βικιλεξικό
Πηγές επεξεργασία
- Λέξεις ἀνισ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts