Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀνθρωποποιός < ἄνθρωπος + ποιέω-ποιῶ

  Επίθετο επεξεργασία

ο, η ἀνθρωποποιός, το ἀνθρωποποιόν

ο γλύπτης κυρίως, αλλά και ο ζωγράφος, εκείνος που κατέχει τις τέχνες αυτές

Συνώνυμα επεξεργασία

αγαλματοποιός και ἀγαλματοποιός