Δείτε επίσης: ανεπαίσθητος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀνεπαίσθητος τὸ ἀνεπαίσθητον οἱ, αἱ ἀνεπαίσθητοι τὰ ἀνεπαίσθητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀνεπαισθήτου τοῦ ἀνεπαισθήτου τῶν ἀνεπαισθήτων τῶν ἀνεπαισθήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀνεπαισθήτῳ τῷ ἀνεπαισθήτῳ τοῖς, ταῖς ἀνεπαισθήτοις τοῖς ἀνεπαισθήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀνεπαίσθητον τὸ ἀνεπαίσθητον τοὺς, τὰς ἀνεπαισθήτους τὰ ἀνεπαίσθητα
Κλητική ἀνεπαίσθητε ἀνεπαίσθητον ἀνεπαίσθητοι ἀνεπαίσθητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀνεπαισθήτω
Γενική-Δοτική ἀνεπαισθήτοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεπαίσθητος < ἀν- στερητικό + αρχαία ελληνική ἐπαισθάνομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνεπαίσθητος, -ος, -ον ((ελληνιστική κοινή))

  1. που είναι αδύνατον ή εξαιρετικά δύσκολα να αντιληφθεί διαμέσου των αισθήσεων
  2. ο μη αντιληπτός