ἀνεμο-
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀνεμο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνεμο- < ἄνεμο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασίαἀνεμο- ή ἀνεμό-
- το ουσιαστικό άνεμος ως πρώτο συνθετικό
- για φαινόμενα ή πράγματα που σχετίζονται με καιρικά φαινόμενα ή τη κίνηση του ανέμου
- για να προσδώσει χαρακτηριστικά του ανέμου στο δεύτερο συνθετικό
- ἀνεμοπολεμῶ (πολεμάω σε ανοιχτό χώρο)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀνεμό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
Σύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμό- στο Βικιλεξικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἄνεμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀνεμο- < ἄνεμο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασίαἀνεμο- ή ἀνεμό- (και ἀνεμ- πριν από φωνήεν)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀνεμό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος κατά τη σύνθεση)
- ἀνεμ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνεμ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ἀνεμο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἄνεμος