Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναγκαιότης < ἀναγκαῖος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀναγκαιότης-ότητος θηλυκό

  1. η ανάγκη
  2. συγγένεια εξ αίματος

Συγγενικά

επεξεργασία