Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμφίσβαινα < ἀμφί- + βαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀμφίσβαινα, θηλυκό

  • (φίδι) είδος φιδιού που πήρε το όνομά του (ἀμφίσβαινα→ ἀμφί + βαίνω) από την ικανότητά του να έρπει προς τα εμπρός και προς τα πίσω. Λουκιανός. Διψάδες 3.9
    ※  εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τήν ουράν κολοβήν ἔχον καί αύτῃ πολλάκις τήν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινάς ἀμφισβητείν μή δύο κεφαλάς έχειν· λέγεται δέ και διά τοῦ μ ἀμφίσβαινα. ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α)

  Πηγές επεξεργασία