ἀλειτούργητος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀλειτούργητος | τὸ ἀλειτούργητον | οἱ, αἱ ἀλειτούργητοι | τὰ ἀλειτούργητα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀλειτουργήτου | τοῦ ἀλειτουργήτου | τῶν ἀλειτουργήτων | τῶν ἀλειτουργήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀλειτουργήτῳ | τῷ ἀλειτουργήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀλειτουργήτοις | τοῖς ἀλειτουργήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀλειτούργητον | τὸ ἀλειτούργητον | τοὺς, τὰς ἀλειτουργήτους | τὰ ἀλειτούργητα |
Κλητική | ἀλειτούργητε | ἀλειτούργητον | ἀλειτούργητοι | ἀλειτούργητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀλειτουργήτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀλειτουργήτοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀλειτούργητος < ἀ- + λειτουργέω
Επίθετο επεξεργασία
ἀλειτούργητος, -ος, -ον
- που έχει απαλλαχθεί από την υποχρέωση λειτουργίας